θηρότροφος — θηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται από τη σάρκα θηρίων, αυτός που έχει ως τροφή άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λευκό τροφος, σύν τροφος] … Dictionary of Greek
θηροτρόφος — feeding wild beasts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροτρόφον — θηροτρόφος feeding wild beasts masc/fem acc sg θηροτρόφος feeding wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροτρόφου — θηρότροφος masc/fem/neut gen sg θηροτρόφος feeding wild beasts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροτρόφους — θηρότροφος masc/fem acc pl θηροτρόφος feeding wild beasts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροτρόφῳ — θηρότροφος masc/fem/neut dat sg θηροτρόφος feeding wild beasts masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρότροφον — θηρότροφος masc/fem acc sg θηρότροφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροτρόφα — θηροτρόφος feeding wild beasts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροτρόφε — θηροτρόφος feeding wild beasts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek